καθυλακτώ

καθυλακτώ
καθυλακτῶ, -έω (AM)
1. υλακτώ εναντίον κάποιου, γαυγίζω σε κάποιον («καθυλάκτει πολλάκις μεταστρεφόμενος εἰς τὸν Πύρρον», Πλούτ.)
2. μτφ. φωνάζω διαμαρτυρόμενος ή κατηγορώντας χωρίς αιτία, αβάσιμα («ἔασον αὐτὸν ἄπρακτά σου καθυλακτεῑν», Βασ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)-* + ὑλακτῶ «γαυγίζω»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • καθυλακτῶ — καθυλακτέω bark at pres subj act 1st sg (attic epic doric) καθυλακτέω bark at pres ind act 1st sg (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • брехати — БРЕ|ХАТИ (2*), ШОУ, ШЕТЬ гл. Лаять: горжю(с) ˫ако звѣрь. и брешю ˫ако песъ. (καϑυλακτῶ) ФСт XIV, 194в; никому гонѩщю ни псомъ брешющи(м). ни конникомъ по путе(м) престающимъ. ГБ XIV, 144в …   Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)

  • καθυλάσσω — και κατυλάσσω (Α) καθυλακτώ. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + ὑλάσσω, άλλος τ. τού ὑλακτῶ «γαυγίζω»] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”